- σαρκόρριζος
- -η, -ο / σαρκόρριζος, -ον, ΝΑ(για φυτά) αυτός που έχει σαρκώδεις ρίζες.[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. λεπτό-ρριζος, φλοιό-ρριζος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαρκορρίζων — σαρκόρριζος with a fleshy root masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρίζα — η / ῥίζα, ΝΑ, και ιων. τ. ῥίζη και αιολ. τ. βρίζα Α 1. βοτ. το κατά κανόνα υπόγειο τμήμα τού σώματος ενός φυτού, κύριες λειτουργίες τού οποίου είναι η στήριξη τού φυτού, η πρόσληψη από το έδαφος νερού και των διαλυμένων σ αυτό ανόργανων αλάτων,… … Dictionary of Greek
σάρκα — η / σάρξ, σαρκός, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύρξ Α 1. το μυώδες μέρος τού σώματος τών ανθρώπων και τών ζώων, το κρέας (α. «στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα / μυρίζονται τη σάρκα», Ελύτης β. «ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα», Ομ. Οδ.) 2. το μέρος αυτό τού… … Dictionary of Greek